βαριούμαι
Смотреть что такое "βαριούμαι" в других словарях:
βαριούμαι — βλ. βαριέμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… … Dictionary of Greek
ξεβαριούμαι — βαριέμαι, κουράζομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + βαριούμαι «βαριέμαι, κουράζομαι»] … Dictionary of Greek
βαριέμαι — και βαριούμαι αισθάνομαι πλήξη, στενοχώρια, ανία, δεν έχω καλή διάθεση, τεμπελιάζω: Βαριέμαι να βλέπω τηλεόραση. – Βαρέθηκα να τον παρακαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)