βαριούμαι

βαριούμαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βαριούμαι" в других словарях:

  • βαριούμαι — βλ. βαριέμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαριούμαι — βαριέμαι, κουράζομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + βαριούμαι «βαριέμαι, κουράζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • βαριέμαι — και βαριούμαι αισθάνομαι πλήξη, στενοχώρια, ανία, δεν έχω καλή διάθεση, τεμπελιάζω: Βαριέμαι να βλέπω τηλεόραση. –  Βαρέθηκα να τον παρακαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»